πνέει

πνέει
πνέω
blow
pres ind mp 2nd sg (epic ionic)
πνέω
blow
pres ind act 3rd sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άνεμοι — Οι οριζόντιες μετατοπίσεις των μαζών του αέρα. H διαφορετική θέρμανση του αέρα πάνω από τα διάφορα τμήματα της επιφάνειας της Γης καθιστά τις μάζες του πυκνότερες ή αραιότερες, γεγονός που εκδηλώνεται με ποικίλη κατανομή της πίεσης. Όσες περιοχές …   Dictionary of Greek

  • ιστιοπλοΐα — Η πλεύση με ιστιοφόρο σκάφος. Υπάρχουν διάφορα είδη πλεύσεων, κυριότερα από τα οποία είναι: α) με τον καιρό στα πρίμα ή πρίμα (ουριοδρομία), όταν ο άνεμος πνέει ακριβώς από την πρύμνη κατά τη διεύθυνση της καρένας ή γενικά από την πρύμνη… …   Dictionary of Greek

  • πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… …   Dictionary of Greek

  • ανακαμψίπνοος — ἀνακαμψίπνοος (ἄνεμος), ο (Α) είδος ανεμοστρόβιλου, άνεμος που, ενώ πνέει προς μία κατεύθυνση, γυρίζει και πνέει αντίθετα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάκαμψις + πνοος < πνέω] …   Dictionary of Greek

  • αύρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων και ζώων. 1. Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Τιτάνα Λήλαντα και της Περίβοιας. Αγαπημένη της ασχολία ήταν το κυνήγι και εξορμούσε, γρήγορη σαν τον άνεμο, μαζί με τις άλλες συνοδούς της Αρτέμιδας. Ο σφοδρός… …   Dictionary of Greek

  • ζέφυρος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αστραίου και της Ηούς. Από την άρπυια Ποδάργη είχε αποκτήσει τα άλογα του Αχιλλέα, Ξάνθο και Βέλιο, και από τη Χλωρίδα τον Καρπό. Σύμβολό του ήταν το άλογο και στις παραστάσεις του εικονίζεται φτερωτός. Ουσιαστικά,… …   Dictionary of Greek

  • κέρκιος — κέρκιος, ὁ (Α) μσν. σφοδρός άνεμος που πνέει βορειοδυτικά αρχ. άνεμος θρασκίας* ή θρακίας*, κν. θρακιάς*, που πνέει από τη Θράκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cercius] …   Dictionary of Greek

  • ξεναπάτης — ξεναπάτης, ποιητ. τ. ξειναπάτης, ὁ (Α) 1. αυτός που εξαπατά τους ξένους 2. αυτός που προδίδει εκείνον που τόν φιλοξενεί 3. απατηλός άνεμος που πνέει στο λιμάνι, ενώ στο ανοιχτό πέλαγος πνέει άλλος άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος / ξεῖνος + απάτης… …   Dictionary of Greek

  • σιμούν — Άνεμος που πνέει στις ερήμους, κυρίως στη Σαχάρα, την Αίγυπτο, την Αραβία και τη Μεσοποταμία. Πρόκειται για θερμό και ξηρό άνεμο, στο πέρασμα του οποίου δημιουργούνται συχνά αμμοστρόβιλοι. Οι ιθαγενείς της Αφρικής, προκειμένου να αντιμετωπίσουν… …   Dictionary of Greek

  • σιρόκος — Λέγεται και σορόκος. Ξερός, συχνά θερμός άνεμος, που καταστρέφει τη βλάστηση γιατί ενισχύει την εξάτμιση και έτσι προκαλεί στα φυτά έλλειψη υγρασίας και διαταραχή της ανταλλαγής της ύλης. Είναι ο «εύρος» των αρχαίων Ελλήνων (ΝΑ. άνεμος) που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”